- ἐπαγόρευσις
- ἐπᾰγόρ-ευσις, εως, ἡ,A funeral oration, Them.Or.20p.285D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαγόρευσις — ἐπαγόρευσις, η (Α) επικήδειος ή επιτάφιος λόγος («φιλεῑ μὴ δέχεσθαι μῆκος ἤ τοιάδε ἐπαγόρευσις», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek
ἐπαγόρευσις — funeral oration fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)